διάτριτος — διάτριτος, ον (Α) 1. αυτός που επανέρχεται κάθε τρίτη ημέρα, τριταίος 2. το θηλ. ως ουσ. η διάτριτος περίοδος τριών ημερών … Dictionary of Greek
διάτριτος — tertian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτριτον — διάτριτος tertian masc/fem acc sg διάτριτος tertian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρίτου — διάτριτος tertian masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρίτῳ — διάτριτος tertian masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάτριτοι — διάτριτος tertian masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριταίος — διατριταῑος, α, ον (Α) αυτός που επανέρχεται κάθε τρίτη ημέρα, διάτριτος* … Dictionary of Greek